ζωεμπορικός

ζωεμπορικός
-ή, -ό [ζωεμπορία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωεμπορία ή στον ζωέμπορο («ζωεμπορική πανήγυρη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωεμπορικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωεμπορία ή το ζωέμπορο (βλ. λλ.): Ζωεμπορική πανήγυρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”